- εἴδωλον
- -ου + τό N 2 12-21-31-8-19=91 Gn 31,19.34.35; Ex 20,4; Lv 19,4image of god, idol Gn 31,19*Is 41,28 ἀπὸ τῶν εἰδώλων from the idols-אלהים/מ for MT אלה/מ from themCf. LE BOULLUEC 1989, 205-206; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εἴδωλον — phantom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοιο — εἴδωλον phantom neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοις — εἴδωλον phantom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισι — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισιν — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλου — εἴδωλον phantom neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλων — εἴδωλον phantom neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλῳ — εἴδωλον phantom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδωλα — εἴδωλον phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
идол — божок, кумир; болван, дурак [бран.] ; идолище чудовище (часто в народн. творчестве), блр. iдол дьявол , др. русск., ст. слав. идолъ εἴδωλον (Супр.). Из греч. εἴδωλον; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 65. Из идолище произошло Одолище, возм., под влиянием… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера